-
1 ἐπιτάσσω
A put upon one as a duty, enjoin, τι Hdt.5.111, S.OC 839, etc. ; τί τινι, asἐ. ἄεθλόν τινι Hdt.4.43
, cf. 1.155 ; ;ἐπιτάξαντος τᾷ πόλει Γαλλίου σῖτον καὶ Ἀνχαρίου ἱμάτια SIG748.25
(i B.C.) : c. dat. pers. et inf., order one to do,ἐ. τοῖσι μὲν πεζὸν στρατὸν..παρέχειν Hdt.4.83
, cf. 3.159, Ar.V. 69, And.3.11, etc.: rarely c. acc. et inf., enjoin or order that.., X.Lac. 5.8 ; with the case omitted,ἐ. ἀποφορὴν ἐπιτελέειν Hdt.2.109
, cf. 137 : abs., impose commands, Th.1.140, al. ; τινί on one, S.Ant. 664:— [voice] Pass., accept orders, submit to commands,εἰ 'πιταξόμεσθα δή E.Supp. 521
;ἐπιταττόμενος Ar.V. 686
: c. inf.,οἱ ἐπιταττόμενοι γαμεῖν Pl.Lg. 925e
: c. acc. rei,ἄλλο τι ἐπιταχθήσεσθε Th.1.140
; of things, to be ordered,ὁ στρατὸς ὁ -θεὶς ἑκάστοισι Hdt.6.95
; soΛακεδαιμονίοις..ναῦς ἐπετάχθησαν ποιεῖσθαι Th.2.7
s. v.l. ; orders given,Hdt.
1.115 ;τἀπιταχθέντα Pl.Ti. 20b
, al. ; ; dictated,Th.
1.141 : Math., τὸ ἐπιταχθέν what was prescribed, Euc.4.1, al. ; πλευρὰς ἔχον ὅσας ἄν τις ἐπιτάξῃ with as many sides as you please, Papp.290.26.2 use the imperative mood,εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν μῆνιν ἄειδε θεά.. τὸ γὰρ κελεῦσαι, φησί,..ἐπίταξίς ἐστιν Arist.Po. 1456b16
; opp. κελεύειν, IG12.76.33.II place next or beside,[Σαγάρτιοι] ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.7.85
;ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς X.HG1.6.29
:—[voice] Med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ they had the cavalry placed next, Th.6.67.2 place behind,ὄπισθεν τοῦ πεζοῦ τὴν ἵππον Hdt.1.80
, cf. Pl.R. 471d ([voice] Pass.):—[voice] Med.,ἐπιτάξασθαι τῇ φάλαγγι λόχους X.An.6.5.9
:—[voice] Pass., , cf. Plu.Luc.31, Ael.Tact. 29.8, Arr.Tact.25.10 ;Ἀράβιοι ἔσχατοι ἐπετετάχατο Hdt.7.87
.b Gramm., place after, in [voice] Pass.,αὐτὸς πάσῃ ἀντωνυμίᾳ -τάσσεται A.D.Pron.34.10
, cf. Synt.138.23.3 set in command over,τινί Arr.An.1.24.1
:—[voice] Pass., οἱ ἐπιτεταγμένοι set as guards over the wagons, Th.5.72 ;ταῖς βασιλικαῖς ἐπιστολαῖς -ταχθείς Philostr.VS2.24.1
, cf. Jul.Or.2.63d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτάσσω
-
2 ἐπι-τάσσω
ἐπι-τάσσω, 1) auftragen, befehlen, μὴ 'πίτασσ' ἃ μὴ κρατεῖς Soph. O. C. 843; Ant. 660; οὗτος φυλάττειν τὸν πατέρ' ἐπέταξε νῷν Ar. Vesp. 69; in Prosa, τάδε αὐτοῖσι ἐπίταξον Her. 1, 155, öfter; τὸ βέλτιστον ἐπιτάττειν Plat. Pollt. 294 b; εἰ τὴν μουσικήν μοι ἐπιτάττοι ποιεῖν Phaed. 60 e; Dem. 2, 30; pass. τὰ ἐπιτασσόμενα, Her. 1, 115; ὁ ναυτικὸς στρατὸς ὁ ἐπιταχϑεὶς ἑκάστοισι, die Jedem auferlegte Mannschaft, die zu stellen ihnen anbefohlen war, 6, 95; ἐπιταττόμενος φοιτᾷς, befehligt, Ar. Vesp. 686; ἄλλο τι ἐπιταχϑήσεσϑε, man wird euch befehlen, Thuc. 1, 140; Λακεδαιμονίοις ναῦς ἐπετάχϑησαν ποιεῖσϑαι 2, 7; τὴν ἐπιτεταγμένην αὐτοῖς τέχνην Plat. Polit. 281 e; οἱ ἐπιτεταγμένοι, denen Etwas aufgetragen ist, Legg. XI, 925 e u. Sp. – Auch med., Plat. Legg. II, 658 b. – 2) Dazu ordnen, ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Her. 7, 85; ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς Xen. Hell. 1, 6, 29. 30; vgl. Pol. 16, 18, 8; bes. dahinter aufstellen, ὄπισϑε τοῦ πεζοῦ ἐπέταξε τὴν ἵππον Her. 1, 80; εἴτε καὶ ἐν αὐτῇ τῇ τάξει εἴτε καὶ ὄπισϑεν ἐπιτεταγμένον Plat. Rep. V, 471 d; Thuc. 5, 72; Pol. 1, 26, 11; Plut. Pyrrh. 28, oft. – Auch med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ Thuc. 6, 67; Xen. An. 6, 5, 9, für sich aufstellen.
См. также в других словарях:
επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… … Dictionary of Greek